- υπερηγορώ
- -έω, ΜΑαγορεύω υπέρ κάποιου, υπερασπίζομαι κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -ηγορῶ (< -ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ-ηγορῶ. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερηγορία — ἡ, Μ [ὑπερηγορῶ] συνηγορία για χάρη κάποιων, υπεράσπιση … Dictionary of Greek